- ὑποκαταβάλλω
- ὑποκατα-βάλλω,A throw down under, -κάββαλε ([dialect] Ep. [tense] aor.)
τέφρῃτινά Q.S. 10.484
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέφρῃτινά Q.S. 10.484
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποκαταβάλλω — ΜΑ [καταβάλλω] μσν. υποτάσσω κάποιον αρχ. ρίχνω κάτι κάτω από κάτι άλλο … Dictionary of Greek